- λέτσος
- ο1) неряха; неопрятный человек; грязный человек; 2) бран. оборванец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λέτσος — ο (λ. ιταλ.) 1. κακοντυμένος, βρόμικος, εξαθλιωμένος: Παρόλο που έχει πολλά λεφτά κυκλοφορεί λέτσος. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει αξιοπρέπεια: Είναι ψεύτης και λέτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέτσος — ο 1. άνθρωπος βρόμικος και κακοντυμένος, κουρελής 2. μτφ. α) άνθρωπος χωρίς αξία και σοβαρότητα β) άνθρωπος με άσχημους τρόπους και άσχημη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lezzo «δυσωδία»] … Dictionary of Greek
λέτσικος — η, ο [λέτσος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λέτσο, σε κακοντυμένο, σε κουρελή («λέτσικο ντύσιμο»). επίρρ... λέτσικα με λέτσικο τρόπο, σαν λέτσος … Dictionary of Greek
λετσαρία — η 1. πολλοί κακοντυμένοι και βρόμικοι άνθρωποι, πολλοί λέτσοι μαζί 2. η ιδιότητα τού λέτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέτσος + κατάλ. αρία (πρβλ. κοκετ αρία, σνομπ αρία)] … Dictionary of Greek
λεχρίτης — ο θηλ. ισσα άνθρωπος τιποτένιος, ο αλήτης, ο λέτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)